- εξωκκλήσι(ον)
- το часовня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Εξωκκλήσι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 4 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, ΒΑ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρείας … Dictionary of Greek
ξωκ(κ)λήσι — το μικρή εκκλησία έξω από πόλη ή χωριό, εξωκκλήσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωκκλήσι(ον), με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε ] … Dictionary of Greek
ερημοκκλήσι — και ρημοκ(κ)λήσι και ερημόκ(κ)λησο και ερμοκλήσι, το και ερημοκ(κ)λησιά και ερμο(κ)κλησιά, η (Μ ἐρημοκκλήσι) μικρή εξοχική εκκλησία που δεν ανήκει σε ενοριακή περιφέρεια, εξωκκλήσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + κκλήσι (< εκκλησία) πρβλ … Dictionary of Greek